Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

“Το παιδί μου είναι απλά υπερβολικά ζωηρό ή μήπως έχει Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα

Ένα λάθος το οποίο παρατηρείται συχνά όσον αφορά τα παιδιά με ΔΕΠΥ, και κυρίως τα παιδιά μικρότερης ηλικίας, είναι η άποψη ότι πρόκειται απλά για υπερβολικά ζωηρά και κακομαθημένα παιδιά. Είναι αλήθεια ότι η αυξημένη κινητική δραστηριότητα θεωρείται κάτι  φυσιολογικό και αναμενόμενο για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Σε αυτήν την ηλικία τα παιδιά μπορεί να εκδηλώσουν κάποιες συμπεριφορές οι οποίες να μοιάζουν με τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ, όπως για παράδειγμα αυξημένη κινητική δραστηριότητα και μειωμένη διάρκεια προσοχής. Αυτός είναι και ο λόγος που η διάκριση μεταξύ φυσιολογικής ζωηρότητας και ΔΕΠΥ είναι αρκετά δύσκολη σε αυτήν την ηλικία. Παρ’ όλα αυτά, ήδη από αυτήν την ηλικία υπάρχουν συνήθως κάποιες ενδείξεις οι οποίες διαφοροποιούν αισθητά τη συμπεριφορά των παιδιών με ΔΕΠΥ από τη συμπεριφορά των συνομηλίκων τους.
Η πιο χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα σε ένα παιδί με ΔΕΠΥ και σε ένα ζωηρό παιδί έχει σχέση με την ικανότητα και το βαθμό ελέγχου της κινητικής δραστηριότητας. Ένα ζωηρό παιδί μπορεί να ελέγξει την κινητική του δραστηριότητα και να τη μειώσει σε περιστάσεις που η αυξημένη κινητικότητα δεν ενδείκνυται. Αντίθετα, ένα παιδί με ΔΕΠΥ δυσκολεύεται πολύ να παραμείνει ήσυχο, ακόμα και σε περιστάσεις οπού γνωρίζει ότι αυτό επιβάλλεται ή ακόμη και όταν ξέρει ότι αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της τιμωρίας εάν δεν παραμείνει ήσυχο. Ακόμη και αν το παιδί με ΔΕΠΥ καταφέρει να παραμείνει ήσυχο, τις λίγες φορές που τα καταφέρνει, η διάρκεια της μειωμένης κινητικότητας είναι πολύ μικρή. Επίσης, όταν το παιδί με ΔΕΠΥ παραμείνει ήσυχο μπορεί να το βλέπουμε να κουνά χέρια και πόδια ή να στριφογυρνάει στο κάθισμά του σε μία προσπάθεια να ικανοποιήσει την ανάγκη του για κινητικότητα αλλά και ταυτόχρονα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της περίστασης. Γενικότερα, η ανάγκη που έχει ένα παιδί με ΔΕΠΥ να διοχετεύσει την ενέργειά του μέσα από την κίνηση είναι μεγαλύτερη από αυτήν ενός φυσιολογικά ζωηρού παιδιού και έτσι δυσκολεύεται περισσότερο στον έλεγχό του.
Μία άλλη σημαντική διαφορά έχει σχέση με την ποιότητα της κίνησης ενός παιδιού με ΔΕΠΥ σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ είναι συνήθως αδέξια και στην αδρή και στη λεπτή κινητικότητά τους. Συχνά πέφτουν, χτυπάνε, κάνουν ζημιές και δυσκολεύονται στο κούμπωμα των κουμπιών, στη ζωγραφική και σε άλλες δραστηριότητες οπού απαιτείται αδρή ή λεπτή κίνηση. Αντίθετα, τα παιδιά που είναι απλά υπερβολικά ζωηρά δεν αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες και μπορεί μάλιστα να είναι πολύ επιδέξια.
Η έντονη κινητική δραστηριότητα που έχουν τα παιδιά με ΔΕΠΥ φαίνεται ακόμη πολλές φορές και κατά τη διάρκεια του ύπνου. Τα παιδιά αυτά μπορεί να κοιμούνται λίγο και ανήσυχα, να στριφογυρίζουν στο κρεβάτι τους και να κλοτσούν. Αντιθέτως, ανάλογη συμπεριφορά κατά τη διάρκεια του ύπνου δεν εντοπίζεται στα ζωηρά παιδιά.
Ένα από τα πιο βασικά δευτερογενή προβλήματα των παιδιών με ΔΕΠΥ είναι αυτό του λόγου και της ομιλίας, το οποίο προβληματίζει ιδιαίτερα τους γονείς και αποτελεί το σύνηθες αίτιο παραπομπής του παιδιού στον ειδικό. Πολλά παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, ενώ όταν ο λόγος τελικά αναπτυχθεί μπορεί να έχουν προβλήματα στην άρθρωση και στη σύνταξη. Αντίθετα, τα ζωηρά παιδιά δεν αντιμετωπίζουν ανάλογες δυσκολίες.
Μία άλλη σημαντική διαφορά ανάμεσα στα παιδιά με ΔΕΠΥ και τα ζωηρά παιδιά σχετίζεται με την ικανότητα συγκέντρωσης. Η ικανότητα συγκέντρωσης στα παιδιά με ΔΕΠΥ είναι εξαιρετικά περιορισμένη, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα παιδιά αυτά δεν μπορούν να συγκεντρωθούν καθόλου. Εφόσον τα παιδιά με ΔΕΠΥ έχουν πολύ υψηλό κίνητρο και εφόσον η δραστηριότητα με την οποία ασχολούνται τους κεντρίζει το ενδιαφέρον, μπορούν να επιτύχουν συγκέντρωση σε ικανοποιητικό βαθμό και για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντιθέτως, τα ζωηρά παιδιά μπορούν να συγκεντρωθούν πολύ πιο εύκολα και χωρίς να χρειάζεται κάποιο υψηλό κίνητρο.
Τέλος, τα παιδιά με ΔΕΠΥ είναι συχνά ευερέθιστα και ευέξαπτα. Επειδή αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν σε πολλές από τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος και δέχονται αυξημένες παρατηρήσεις μπορούν να συμπεριφέρονται προκλητικά και αντιδραστικά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο προβλήματα συμπεριφοράς εμφανίζονται συχνότερα στα παιδιά με ΔΕΠΥ απ’ ότι στα συνομήλικά τους που είναι απλά ζωηρά.

Πηγή: Το παραπάνω άρθρο γράφτηκε από το βιβλίο του Ε. Κάκουρου “Το υπερκινητικό παιδί”.
Τζινα Σοφιανου,εργοθεραπεύτρια

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Τί είναι η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) και τί μπορεί να προσφέρει η εργοθεραπεία σε παιδία με ΔΕΠY;


Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) - ή όπως διεθνώς ονομάζεται Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD) - είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή που χαρακτηρίζεται από τρία βασικά συμπτώματα: απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Ένα παιδί με ΔΕΠΥ δυσκολεύεται συνήθως να συγκεντρωθεί, αποσπάται εύκολα, δεν ολοκληρώνει δραστηριότητες και δυσκολεύεται να ακολουθήσει κανόνες. Το παιδί χάνει συχνά πράγματα και δίνει την εντύπωση ότι ξεχνά εύκολα, το χαρακτηρίζει η έλλειψη οργάνωσης και η ακαταστασία. Σε γενικές γραμμές, τα παιδιά με ΔΕΠΥ βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση και συχνά χτυπούν, κάνουν ζημιές και είναι ιδιαίτερα θορυβώδη. Συχνό είναι επίσης το φαινόμενο τα παιδιά με τη συγκεκριμένη διαταραχή να δυσκολεύονται στο να δέσουν τα κορδόνια τους, να κουμπώσουν κουμπιά κ.α. Μπορεί επίσης να είναι παρορμητικά και αυθόρμητα, να ενεργούν βιαστικά και να μην έχουν την υπομονή να περιμένουν καθώς και να απαιτούν να γίνεται το δικό τους τη στιγμή που το θέλουν. Επιπλέον, μπορεί να έχουν έντονες αντιδράσεις και να είναι οξύθυμα και ευερέθιστα.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχει, με την κλασσική έννοια, θεραπεία για τη συγκεκριμένη αναπτυξιακή διαταραχή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τρόποι για να ελέγξουμε και να περιορίσουμε τα συμπτώματά της.  Τα παιδιά με τη συγκεκριμένη διαταραχή  μπορούν να ενισχυθούν με τη βοήθεια του ειδικού και να βελτιώσουν τις  ψυχοκοινωνικές δεξιότητες τους,  όπως τον αυτοέλεγχο και την παρορμητική συμπεριφορά. Επιπλέον, σημαντική είναι και η βελτίωση του ποσοστού συγκέντρωσης και προσοχής,  στοιχεία απαραίτητα για καλύτερο μαθησιακό επίπεδο.  Μέσα από τη συνεργασία του παιδιού και του ειδικού επιτυγχάνεται η βελτίωση των ανωτέρω δεξιοτήτων και κατ επέκταση ευκολότερη κοινωνική προσαρμογή. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η έκταση και το ποσοστό των συμπτωμάτων διαφέρει από παιδί σε παιδί. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει το κάθε παιδί να αντιμετωπίζεται  σαν μια ξεχωριστή περίπτωση. Υποστηρίζοντας το παιδί με ΔΕΠΥ είμαστε σε θέση να ελέγξουμε δευτερογενή προβλήματα που μπορεί να εμφανιστούν σε σχολικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Σκοπός της  παρέμβασης είναι το παιδί να ζεί την καθημερινή του ζωή με όσο το δυνατόν λιγότερα προβλήματα και δυσκολίες.
 Τα παραπάνω στοιχεία για τη ΔΕΠΥ βασίζονται στο βιβλίο του Ε. Κάκουρου “Το υπερκινητικό παιδί”.
Τζίνα Σοφιανού,
πτυχιούχος εργοθεραπεύτρια του Lulea university of technology